TuneList - Make your site Live

Τετάρτη 20 Ιουλίου 2011

O Ξένος. Ο Αόρατος. Αυτός που γνώρισα.

Αυτές οι γενικεύσεις. Οι λέξεις. Απάνθρωπες πολλές φορές. Αναγκαστικά τις χρησιμοποιούμε. "Οι μετανάστες" λέω και γω όταν θέλω να μιλήσω για αυτό το θέμα και βάζω σε τόσες ψυχές, τόσες διαφορετικές ζωές, τόσα βιώματα έναν τίτλο. Ποίοι είναι όμως αυτοί; Πόσους έχω γνωρίσει προσωπικά; Με πόσους είχα μια κουβέντα; Με πόσους μοιράστηκα έναν καφέ; Ένα γεύμα; Μια ιστορία;

Οι Αλβανοί,
Ο πατέρας μου έπαιρνε κατά καιρούς κάποιον μετανάστη (συνήθως αλβανικής καταγωγής) στην αυλή του σπιτιού για δουλειές όσο ήμουν έφηβος. Όχι, δεν μπορώ να πω ότι τους εκμεταλλευόταν. Συνήθως ο μετανάστης όριζε την τιμή και πάντοτε ο πατέρας μου του έδινε παραπάνω -αν όχι το διπλάσιο, αφού αυτό που ζητούσαν ήταν τόσο λίγο. Όταν καθόμασταν να φάμε, ο πατέρας μου τον ρωτούσε για την κατάσταση στη χώρα του και για την προσωπική του κατάσταση  εκείνη τη στιγμή. Τότε, στην εφηβεία γνώρισα προσωπικά ορισμένους αλλά δε συγκράτησα τα ονόματά τους και ντρέπομαι για αυτό.
Θυμάμαι όμως ότι έναν από αυτούς τον έπιασαν οι μπάτσοι και παρόλες τις προσπάθειες του πατέρα μου να μην τον ξαποστείλουν πίσω στην Αλβανία-οι μπάτσοι το'καναν. Καμιά 10αριά μέρες μετά ξέσπασε φωτιά στον αχυρώνα του ντόπιου που δούλευε ο Αλβανός όλο το καλοκαίρι και όλως τυχαίως δεν πρόλαβε να πληρωθεί... Η ρουφιανιά και η εκμετάλλευση έχει το τίμημά της.

ο Κούρδος,
Όταν στα 20 μου άρχισα να ασχολούμαι λιγάκι με τα πολιτικά, γνώρισα έναν Κούρδο. Πολιτικός πρόσφυγας αυτός, προσπάθησε να βρει καταφύγιο στην αφιλόξενη Ελλάδα. Άνθρωπος που χανότανε στις σκέψεις του, στον κόσμο του. Όταν κάποια στιγμή πιάσαμε κουβέντα κατάλαβα το λόγο. Ο ένας αδερφός του είχε σκοτωθεί από τα χημικά που είχε ρίξει ο τούρκικος στρατός, ο άλλος σε ένοπλες συγκρούσεις, ενώ η αδερφή του αφού βιάστηκε  μέσα στο αστυνομικό τμήμα, κατάφερε και πήρε το όπλο από τον μπάτσο και αφού τον σκότωσε, αυτοκτόνησε. Ο ίδιος αφού έφυγε από την Ελλάδα και πήγε στη Γερμανία (παράνομα όλα αυτά) κατέληξε ξανά στα βουνά με τους Κούρδους αντάρτες. Πριν λίγο καιρό έμαθα πως σκοτώθηκε.

οι Ιρακινοί
Ομόνοια. Μισή ώρα μετά τα μεσάνυχτα. Πριν από 3 χρόνια περίπου. Στην πλατεία και στους γύρω δρόμους πρεζόνια και μετανάστες. Η τότε κοπέλα μου με πιάνει σφιχτά αγκαζέ. Προσπαθούμε να βρούμε την πλατεία Κουμουνδούρου. Εκεί έχουμε δώσει ραντεβού με τα ξαδέρφια της από το Ιράκ. Σε ερώτησή μου σε κάποιον ομονοιακό πού είναι η εν λόγω πλατεία με ρωτά: "πρέζα ψάχνετε;". Του απαντώ: "για τέτοιοι φαινόμαστε;" και μου δείχνει προς τα πού να πάμε. Τα 2 αδέρφια κοιτούσαν φοβισμένα δεξιά-αριστερά για πιθανά όργανα της τάξης. Όταν καθίσαμε στην καφετέρια άρχισαν να μου μιλάνε και σιγά σιγά ανοίχτηκαν. Μέρες κλεισμένοι σε ένα δωμάτιο (για να μην υπάρχει περίπτωση να τους πετύχει κανείς έξω) είχαν πολλά να πούνε. Οικογενειάρχες άνθρωποι, βρέθηκαν να είναι παράνομοι σε αφιλόξενες χώρες της Δύσης για ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά τους. 12.000 δολάρια κόστισε στον καθένα η υπόσχεση ότι θα φτάσουν στη Σουηδία. 6.000 μέχρι την Ελλάδα και άλλα 6.000 από κει μέχρι τη Σουηδία. Στην Ελλάδα τους κατάλαβαν οι μπάτσοι στο αεροδρόμιο. Το δικαστήριο τους είχε δώσει κάποια χαρτιά για να σηκωθούν να φύγουν. Μόλις είχαν λήξει και ήταν και πάλι "παράνομοι". Ο ένας μου έδειχνε φωτογραφίες της οικογένειάς του και έκλαιγε. Ο άλλος μου έδειχνε την ουλή από τη σφαίρα που έφαγε σε συμπλοκή ανταρτών-Αμερικανών κατοχικών στο κέντρο της Βαγδάτης.
Μετά από κάποιους μήνες έμαθα ότι κατάφεραν να πάνε Σουηδία και να κάνουν αίτηση ασύλου. Στην πρώτη μου επίσκεψη στη Στοκχόλμη επικοινώνησα και βγήκαμε για καφέ. Ο ένας δούλευε μαύρα λαντζιέρης και ο άλλος μαύρα πάλι πουλούσε λουκάνικα σε μεθυσμένους Σουηδούς. Κάποιους μήνες πάλι μετά, έμαθα ότι απορρίφθηκε η αίτηση ασύλου. Η ιρακινή κυβέρνηση είναι πλέον αναγνωρισμένη από τη Δύση (αλήθεια αυτός που την απέρριψε γιατί δεν πάει να δει μια βόλτα;). Έτσι τους γύρισαν Συρία από όπου ξεκίνησε το ταξίδι τους. Η ειρωνεία είναι ότι η χώρα που τους δέχτηκε τελικά ήταν οι Η.Π.Α. ...

και οι "άλλοι"...
Και ποιους να ξεχάσεις; Φάτσες βασανισμένες... αλλά με τόση ελπίδα... τους απεργούς πείνας στο Εργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης με τη γροθιά σφιγμένη; Τους μικροπωλητές από το Μπαγκλαντές που με πήραν για μπάτσο την πρώτη φορά που τους μίλησα; Ή το κοριτσάκι που γεμάτο δάκρυα στα μάτια μου ζητούσε κάτι σε γλώσσα που δεν καταλάβαινα και ένιωσα πρώτη φορά τόσο αδύνατος που δεν μπορούσα να βοηθήσω μια χαμένη ψυχή. Όπως άλλωστε και τόσες άλλες...